- χείμετλο
- τὸ / χείμετλον, ΝΑβλ. χίμετλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χίμετλο — και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση τού ψύχους επί τού δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο τού χρόνου,… … Dictionary of Greek